φιλαρέτο — το, Ν 1. ναυτ. αιωρρθέσιο 2. γεν. δρύφρακτο, παραπέτο … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
φιλάρετος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πλούσιος γεωργός που καταγόταν από την Παφλαγονία. Έζησε τον 8o αι. και διακρίθηκε για τη φιλανθρωπική δράση του. Παντρεύτηκε την εγγονή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ’ του Πορφυρογέννητου, Μαρία, και… … Dictionary of Greek
φιλήμων — I Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, που ζούσε στη Φρυγία με τη σύζυγό του Βαυκίδα, και φιλοξένησαν τον Δία στη φτωχική καλύβα τους. Σύμβολο συζυγικής αγάπης και ζευγάρι πολύ αγαπητό στους θεούς. Μετά τον θάνατό τους … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
Πετσάλης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας της Ηπείρου, η οποία πήρε μέρος στην ίδρυση της Πάργας (14ος αι.). Μέλη της οικογένειας αναφέρονται ως πρωθιερείς και ως προεστοί της Πάργας κατά τους ηρωικούς της αγώνες εναντίον του Αλή Πασά. Από την οικογένεια… … Dictionary of Greek